χλαλοή

χλαλοή
και αχλαλοή και οχλαλοή, η, Ν
οχλοβοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οχλαγωγία, με σίγηση τού αρκτικού ο- και αφομοίωση τού -γ- σε -λ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλάλαγμα — το (Α ἀλάλαγμα) [ἀλαλάζω] κραυγή χαράς, επινίκιο άσμα, κραυγή πολεμιστών ή άλλου πλήθους ανθρώπων, χλαλοή …   Dictionary of Greek

  • οχλοβοή — οχλοβοή, η και χλαλοή, η 1. βοή από συγκέντρωση όχλου. 2. πολύς θόρυβος: Μέσα σε κείνο το κακό και την οχλοβοή δεν πρόφτασα να μάθω τον αριθμό των θυμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”